Μετά από δεκαετίες φραγής οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας ξεπάγωσαν την δεκαετία του ’90.
Θυμόμαστε τις επισκέψεις του Γιέλτσιν πριν ακόμη ανέβει στην κορυφή, τον Γκορμπατσώφ που στις δύσκολες ώρες σκεφτόταν να καταφύγει στην Ελλάδα και πως η για πεντηκονταετία στερημένη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με ένα φίλο και πολιτιστικά συγγενή λαό, μονοπωλημένη μέχρι τότε από το ιδεολογικά συναφές στείρο ελληνικό παρέκταμα της Σοβιετικής πολιτικής έγινε ελεύθερη δυνατότητα για όλους τους Έλληνες και τους Ρώσους και απέκτησε νέα δυναμική αρχικά με την έλευση των εγκλωβισμένων μέχρι τότε Ποντίων στην Ελλάδα και κατόπιν με την αυτονόητη πρόοδο που δύο λαοί που δεν έχουν τίποτα να μοιραστούν και πολλά να χαρούν από κοινού, δίνουν στις μεταξύ τους σχέσεις.
Οι σχέσεις αυτές ακολούθησαν τη λογική κάθε ελεύθερης σχέσης όπου υπάρχει ή μπορεί να βρεθεί συνάφεια.
Οι ψυχροπολεμικές σχέσεις της αμοιβαίας εχθρικής καχυποψίας άλλαξαν κάτω από το ζεστό ήλιο της συνάφειας αιώνων που αφέθηκε και πάλι ελεύθερος να λάμψει και η αντιστροφή έγινε πλήρης όταν ακόμη και το υλικό επιβίωσης ενός έθνους που είναι το στρατιωτικό υλικό, έγινε για την Ελλάδα εν μέρει Ρωσικό.
Μπήκε δηλαδή η Ρωσία στην ελληνική αντίληψη ως αξιόπιστος φίλη χώρα τόσο, ώστε ακόμα και εκεί που διακυβεύεται η ύπαρξη μιας χώρας, στις αμυντικές δαπάνες, να έχει η Ρωσία το μερίδιό της όπως και κάθε άλλος καλός φίλος της μικρής αυτής χώρας.
Τα πράγματα βέβαια προχώρησαν πολύ περισσότερο. Σημαντικότερο από το υπαρξιακό μέλλον της χώρας, το οικονομικό παρόν άνοιξε προς τη Ρωσία κυρίως με την επιλογή της σχεδόν πλήρους εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Παρόλο που η Ρωσία δύο τουλάχιστον φορές απεδείχθη αβέβαιος, προμηθευτής αερίου και όταν ακόμη οι ποσότητες ήσαν μικρές, η Ελλάδα αντιλαμβανόμενη την πολιτική σημασία της σχέσης απεδέχθη σιωπηλά το κόστος, στο όνομα μιας αύξησης των καλών διακρατικών σχέσεων με μια σπουδαία χώρα που μέχρι τότε της είχε στερηθεί η χαρά της δημιουργικής συνεργασίας.
Η αμοιβαία αυτή συνεργασία απέκτησε τη δική της δυναμική και αυξήθηκαν οι τομείς συνεργασίας κυρίως στον αμυντικό και στον ενεργειακό τομέα, ιδιαιτέρως δε στον τομέα των αγωγών. Οι κοινές ελπίδες για μεγαλύτερη συνεργασία άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά με τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη και τον south Stream.
Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίσσονται όπως η λογική προβλέπει και αρκεί ένας ασύγχρονος και μικρονοϊκά ιδιοτελής παράγων για να τα ανατρέψει.
Είναι πιθανό, με ζημιά της Ελλάδος, οι αγωγοί Μπουργάς – Αλεξανδρούπολη και του South Stream να μην ανανήψουν από το πλήγμα που εδέχθησαν από την Μαφία που υποδύεται το κράτος της γείτονος.
Αυτό εις θλίψη των Ρώσων και περισσότερο των Ελλήνων, είναι η θραύση ενός ακόμη κρίκου σύνδεσης πριν η σύνδεση ολοκληρωθεί.
Η μέχρι τώρα πρακτική υποδείκνυε ότι οι δύο χώρες από κοινού θα εργάζονταν για να βρουν νέα πεδία κοινών συμφερόντων και νέους τρόπους αμοιβαίας συμφέρουσας προσέγγισης που στην σύγχρονη συγκυρία της παγκοσμιοποίησης περιορίζονται μόνο από τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των συμμετεχόντων.
Ποια λοιπόν είναι η απογοήτευση όχι του μέσου Έλληνα αλλά του έλληνα εκείνου που διαμορφώνει την κοινή γνώμη όταν είδε να διαδέχονται σαν χτυπήματα πυγμάχου τις ρωσικές δηλώσεις αρχίζοντας την αμφισβήτηση του Προέδρου Μεντβέντεφ για το ευρώ και ακολουθούμενη από την εξειδίκευση του θέματος από τον Ρώσο Υπουργό Οικονομικών ο οποίος σε Διεθνές Forum με παρόντες όλους τους μεγάλους πολιτικούς και οικονομικούς παίκτες προεξόφλησε την αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας αποκαλώντας το μάλιστα μίνι – χρεοκοπία.
Αν ακόμα και Ρώσοι Υπουργοί γίνονται μέλη του χρεομαντείου και προσχωρούν στην Κερδοσκοπική Διεθνή ποια ελπίδα για την fair play υπάρχει;
Οι θεματοφύλακες των παγίων ρωσικών αξιών και συμφερόντων του ρωσικού υπουργείου εξωτερικών εξετέλεσαν βέβαια άψογο damage control.
Όμως το ερώτημα μένει. Γιατί;
Μία χώρα που πρόσφατα στην ιστορία της είδε δύο φορές τους ολιγάρχες της να την πτωχεύουν, ζώντας οι ίδιοι σαν Κροίσοι που ούτε στον Αμερικανικό Πρωτοκαπιταλισμό δεν έχουμε δει, πώς μπόρεσε χωρίς ίχνος όχι μόνο συναισθήματος, αλλά ούτε καν αβεβαιότητας για το μέλλον να προεξοφλήσει την ελληνική πτώχευση, όταν η Ελλάδα απεκδύεται στον υπέρ πάντων αγώνα σωτηρίας, μας αφήνει αποσβολωμένους.
Τί όφελος έχει μια χώρα του μεγέθους της Ρωσίας να συντρίψει φραστικά μια φιλικά διακείμενη χώρα που έχει μαζί της συναισθηματική συνάφεια είναι δύσκολο να κατανοηθεί.
Πώς ένας Ρώσος Υπουργός Οικονομικών που έχει οπωσδήποτε ζήσει στο πρόσφατο παρελθόν τις οικονομικές δυσκολίες της ίδιας του της χώρας εκφράζεται εκεί που οι προβολείς είναι στραμμένοι επάνω του όχι σε κάποιο ζήτημα του άμεσου συμφέροντος της χώρας του, αλλά στην μελλοντική, κατά την κρίση του, υποκειμενική εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών μιας μικρής και μη απειλητικής για την Ρωσία χώρας, κάνοντας της μια μικρότερη ή μεγαλύτερη ζημιά είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό.
Η μόνη απογοητευτική ερμηνεία είναι ότι η Ρωσία διακατεχόμενη και από πολιτικό Νεοπλουτισμό δεν έχει φτάσει ακόμη στη γαλήνη και στο μεγαλείο που ζητά το Μέγεθός της και η Αξία της και ασχολείται ακόμη, στην περιοχή που έχει χάσει οριστικά το παιχνίδι, βγάζοντας και την τελευταία χώρα των Βαλκανίων έξω από τις φιλικές μαζί της σχέσεις.
Η χώρα μας έχει πρόσφατα συνηθίσει να ραπίζεται, κάτι που είναι κατανοητό όταν προέρχεται από ιδιοτελείς κερδοσκόπους που όμως επιδιώκουν μεγάλα οικονομικά οφέλη.
Περίμενε μια καλύτερη συμπεριφορά από χώρες που δεν έχουν να κερδίσουν κάτι απ’ αυτήν.
Φτηνά θα είναι τα οφέλη μιας realpolitik που αρμόζει περισσότερο με μικρή χώρα και είναι ανακόλουθη αιώνων ρωσικής ιστορίας.
Μακρά θα είναι όμως η μνήμη του ατοπήματος.